- ἀναμορμύρω
- ἀνα - μορμύρω, ipf. iter. ἀναμορμύρεσκε: seethe up, of Charybdis, Od. 12.238†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αναμορμύρω — ἀναμορμύρω (Α) (για τη Χάρυβδη) κάνω δυνατό θόρυβο, πάταγο, αναβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορμύρω (για ποταμό) «ρέω αφρίζοντας»] … Dictionary of Greek
ἀναμορμύρει — ἀναμορμύ̱ρει , ἀναμορμύρω roar loudly aor subj act 3rd sg (epic) ἀναμορμύ̱ρει , ἀναμορμύρω roar loudly pres ind mp 2nd sg ἀναμορμύ̱ρει , ἀναμορμύρω roar loudly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμορμύρειν — ἀναμορμύ̱ρειν , ἀναμορμύρω roar loudly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμορμύρεσκε — ἀναμορμύ̱ρεσκε , ἀναμορμύρω roar loudly imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμορμύρεσκεν — ἀναμορμύ̱ρεσκεν , ἀναμορμύρω roar loudly imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμορμύρων — ἀναμορμύ̱ρων , ἀναμορμύρω roar loudly pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)